φιλομήλα — φιλομήλᾱ , φιλομήλα fem nom/voc/acc dual φιλομήλᾱ , φιλομήλα fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλα — Φιλομήλᾱ , Φιλομήλη fem nom/voc/acc dual Φιλομήλᾱ , Φιλομήλη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήλᾳ — φιλομήλᾱͅ , φιλομήλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλᾳ — Φιλομήλᾱͅ , Φιλομήλη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλα — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλομήλας — φιλομήλᾱς , φιλομήλα fem acc pl φιλομήλᾱς , φιλομήλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήλαν — φιλομήλᾱν , φιλομήλα fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλας — Φιλομήλᾱς , Φιλομήλη fem acc pl Φιλομήλᾱς , Φιλομήλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομῆλαι — φιλομήλα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλομήλαν — Φιλομήλᾱν , Φιλομήλη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)