φιλομήλα

φιλομήλα
και ποιητ. ιων. τ. φιλομήλη, ἡ, Α
1. όνομα μυθικής γυναίκας που μεταμορφώθηκε σε χελιδόνα
2. είδος θαλάσσιου ψαριού, ο κόκκυξ*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μηλα, θηλ. ενός *-μηλος < -μελος με έκταση τού -ε- (< μέλος «τραγούδι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φιλομήλα — φιλομήλᾱ , φιλομήλα fem nom/voc/acc dual φιλομήλᾱ , φιλομήλα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλομήλα — Φιλομήλᾱ , Φιλομήλη fem nom/voc/acc dual Φιλομήλᾱ , Φιλομήλη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομήλᾳ — φιλομήλᾱͅ , φιλομήλα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλομήλᾳ — Φιλομήλᾱͅ , Φιλομήλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλομήλα — η κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλομήλας — φιλομήλᾱς , φιλομήλα fem acc pl φιλομήλᾱς , φιλομήλα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομήλαν — φιλομήλᾱν , φιλομήλα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλομήλας — Φιλομήλᾱς , Φιλομήλη fem acc pl Φιλομήλᾱς , Φιλομήλη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομῆλαι — φιλομήλα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλομήλαν — Φιλομήλᾱν , Φιλομήλη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”